- γλαυκόφθαλμος
- ος , ον голубоглазый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλαυκόφθαλμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκόφθαλμος — η, ο (AM γλαυκόφθαλμος, ον) ο γαλανομάτης … Dictionary of Greek
γλαυκόφθαλμον — γλαυκόφθαλμος masc/fem acc sg γλαυκόφθαλμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκοφθάλμοις — γλαυκόφθαλμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκοφθάλμους — γλαυκόφθαλμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκοφθάλμων — γλαυκόφθαλμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκοφθάλμῳ — γλαυκόφθαλμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκόφθαλμα — γλαυκόφθαλμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκόφθαλμοι — γλαυκόφθαλμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
зеркий — голубоглазый , только русск. цслав., с колебаниями формы; зекръ, изекръ, зеркъ γλαυκός, γλαυκόφθαλμος (Мi. LР 224; Срезн. I, 969). Относят к зреть (Лёвенталь, Farbenbez. 17 и сл.; Мi. ЕW 402). Возм., из *зеръкъ, *иззеръкъ? Исходная форма неясна … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek